- συμπληρωματικότητα
- η, Ν1. βιολ. μορφή αλληλεπίδρασης μεταξύ αλληλόμορφων γονιδίων2. φρ. «αρχή συμπληρωματικότητας»φυσ. επιστημολογική αρχή που διατυπώθηκε το 1928 και σύμφωνα με την οποία τα κβαντικά αντικείμενα, όπως λ.χ. τα ηλεκτρόνια και τα φωτόνια, είναι δυνατόν, ανάλογα με τις περιπτώσεις, να περιγραφούν κατά προσέγγιση είτε με βάση τις κλασικές αντιλήψεις για τα σωματίδια είτε με βάση την επίσης κλασική αντίληψη τού κύματος ή τού πεδίου.
Dictionary of Greek. 2013.