συμπληρωματικότητα

συμπληρωματικότητα
η, Ν
1. βιολ. μορφή αλληλεπίδρασης μεταξύ αλληλόμορφων γονιδίων
2. φρ. «αρχή συμπληρωματικότητας»
φυσ. επιστημολογική αρχή που διατυπώθηκε το 1928 και σύμφωνα με την οποία τα κβαντικά αντικείμενα, όπως λ.χ. τα ηλεκτρόνια και τα φωτόνια, είναι δυνατόν, ανάλογα με τις περιπτώσεις, να περιγραφούν κατά προσέγγιση είτε με βάση τις κλασικές αντιλήψεις για τα σωματίδια είτε με βάση την επίσης κλασική αντίληψη τού κύματος ή τού πεδίου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • δεοξυριβονουκλεϊνικό οξύ — (DNA). Μακρομόριο που υπάρχει σε κάθε ζωντανό οργανισμό (συμπεριλαμβανομένων ορισμένων ιών) και έχει σπουδαίο βιολογικό ρόλο, γιατί διατηρεί και μεταφέρει γενετικές πληροφορίες σχετικά με τη δομή, την εξέλιξη και τα χαρακτηριστικά όλων των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”